πέταμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πέταγμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέταμα τα πετάματα
      γενική του πετάματος των πεταμάτων
    αιτιατική το πέταμα τα πετάματα
     κλητική πέταμα πετάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πέταμα < πετώ + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πέταμα ουδέτερο

  1. εκτόξευση, ρίψη
  2. η απόρριψη πραγμάτων που δεν χρειαζόμαστε
     αντώνυμα: φύλαξη
  3. η δαπάνη που δεν είναι απαραίτητη
     συνώνυμα: ξόδεμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη πετώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]