πέτασος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πέτασος | οι | πέτασοι |
γενική | του | πετάσου & πέτασου |
των | πετάσων |
αιτιατική | τον | πέτασο | τους | πετάσους & πέτασους |
κλητική | πέτασε | πέτασοι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πέτασος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πέτασος < αρχαία ελληνική πετάννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πέτασος αρσενικό
- το καπέλο του περιηγητή - ταξιδιώτη στην αρχαία Ελλάδα
- (βοτανική) το πίσω μεγάλο πέταλο της στεφάνης των ψυχανθών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πετώ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πέτασος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)