πίμπρημι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πίμπλημι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πίμπρημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerw- / *bhrew (βράζω, κοχλάζω)

πίμπρημι

  1. φυσάω και φουσκώνω κάτι
  2. καίω, πυρπολώ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

νέα ελληνικά: