παγίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγίδα | οι | παγίδες |
γενική | της | παγίδας | των | παγίδων |
αιτιατική | την | παγίδα | τις | παγίδες |
κλητική | παγίδα | παγίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παγίδα < αρχαία ελληνική παγίς (αιτιατική «τὴν παγίδα») < υποκοριστικό του πάγη, θηρευτικό δίχτυ < θέμα παγ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pag- / *pak- (δείτε και πήγνυμι, πήζω)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγίδα θηλυκό
- συσκευή που χρησιμεύει στη σύλληψη (και ενίοτε τη θανάτωση) ζώων, κρατώντας τα σε ένα κελλί ή συγκρατώντας μέρος του σώματός τους
- κάτι (αντικείμενο, σχέδιο, κλπ.) που εξαπατά κάποιον τραβώντας την προσοχή του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγίδα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)