παγκάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγκάρι τα παγκάρια
      γενική του παγκαριού των παγκαριών
    αιτιατική το παγκάρι τα παγκάρια
     κλητική παγκάρι παγκάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παγκάρι < μεσαιωνική ελληνική, υποκοριστικό του πάγκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παγκάρι ουδέτερο

  1. πάγκος με διαμόρφωση κατάλληλη για την πώληση κεριών στην εκκλησία
  2. (συνεκδοχικά) τα εκκλησιαστικά έσοδα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]