παγκάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παγκάρι | τα | παγκάρια |
γενική | του | παγκαριού | των | παγκαριών |
αιτιατική | το | παγκάρι | τα | παγκάρια |
κλητική | παγκάρι | παγκάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγκάρι < μεσαιωνική ελληνική, υποκοριστικό του πάγκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγκάρι ουδέτερο
- πάγκος με διαμόρφωση κατάλληλη για την πώληση κεριών στην εκκλησία
- (συνεκδοχικά) τα εκκλησιαστικά έσοδα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγκάρι
|