παγκρατιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγκρατιστής αρσενικό
- αθλητής του παγκρατίου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγκρατιστής
|