πακτώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πακτώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πακτώνω
- θα πακτώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πακτώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]πακτώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πάκτωση