παλικάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλικάρι τα παλικάρια
      γενική του παλικαριού των παλικαριών
    αιτιατική το παλικάρι τα παλικάρια
     κλητική παλικάρι παλικάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλικάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παλληκάρι(ν) και με ορθογραφική απλοποίηση παλικάρι (& παλληκάριον) < ελληνιστική κοινή παλλικάριον, υποκοριστικό του πάλληξ < πάλλαξ (πολύ νεαρός έφηβος) [1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.liˈka.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λι‐κά‐ρι
ομόηχο: παλληκάρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλικάρι ή παλληκάρι ουδέτερο

  1. ο έφηβος ή ο νεαρός άνδρας
  2. ο όμορφος και σφριγηλός άνδρας
  3. ο γενναίος, αυτός που αντιμετωπίζει τους κινδύνους και τις αντιξοότητες με θάρρος

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. παλικάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλικάρι < παλληκάρι με ορθογραφική απλοποίηση· ο τύπος, στον τετράγλωσσο Θησαυρό του ⌘Γεράσιμου Βλάχου σελ.439, έκδοση 1784

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλικάρι ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]