πανηγυρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανηγυρικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανηγυρικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ni.ʝi.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νη‐γυ‐ρι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]πανηγυρικός, -ή, -ό
- που γίνεται για να γιορταστεί κάποιο ευχάριστο, συνήθως επετειακό, γεγονός
- ↪ πανηγυρική τελετή
- που χαρακτηρίζεται από συναισθήματα χαράς κι ενθουσιασμού
- ↪ πανηγυρική ατμόσφαιρα
- (μεταφορικά) καθολικός, αδιαμφισβήτητος
- ↪ πανηγυρική δικαίωση
- ↪ πανηγυρική εξαγγελία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανηγυρικός εννοείται: λόγος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανηγυρικός λόγος
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- πανηγυρικός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- πανηγυρικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανηγυρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)