πανθεϊστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανθεϊστικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική panthéistique < panthéist(e) (πανθεϊστής) + -ique (-ικός)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pan.θe.i.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παν‐θε‐ϊ‐στι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]πανθεϊστικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον πανθεϊσμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανθεϊστικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πανθεϊστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)