παπουτσώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παπουτσώνω < μεσαιωνική ελληνική παπουτσώνω < παπούτσι + -ώνω

παπουτσώνω (παθητική φωνή: παπουτσώνομαι)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]