παπᾶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παπᾷ, παπά, Παπά, πάπα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

παπᾶ αρσενικό

  1. γενική ενικού του παπᾶς
  2. κλητική ενικού του παπᾶς

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]