παραδοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραδοχή < παρά+δέχομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραδοχή θηλυκό
- η αποδοχή, η αναγνώριση
- μια υπόθεση σε ένα πρόβλημα, που τη θεωρούμε εκ των προτέρων σωστή