παραζάλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραζάλη θηλυκό
- η ταραχή, η σύγχυση, η απώλεια της αίσθησης της ισορροπίας
- στο χορό στην παραζάλη με ξελόγιασαν τα κάλλη (λαϊκό τραγούδι)