παραινώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]παραινώ
- συμβουλεύω, νουθετώ
- προτρέπω (κάποιον) να κάνει (κάτι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- παραίνεση
- παραινετικά
- παραινετικός
- → δείτε τις λέξεις παρά και αινώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραινώ
|