παραινώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παραινῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραινώ < αρχαία ελληνική παραινέω / παραινῶ < παρά + αἰνέω + αἰνῶ

παραινώ

  1. συμβουλεύω, νουθετώ
  2. προτρέπω (κάποιον) να κάνει (κάτι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]