παρακράτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρακράτος ουδέτερο
- ομάδες και δραστηριότητες που καθοδηγούνται μυστικά από κρατικούς μηχανισμούς αλλά λειτουργούν εκτός των θεσμών του κράτους και δρουν με κύριο όπλο τη βία και την τρομοκράτηση των πολιτικών - ιδεολογικών αντιπάλων τους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρακράτος
|