παρανομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παρανομῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρανομώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρανομῶ, συνηρημένος τύπος του παρανομέω < παρα- + νόμος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾa.noˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐νο‐μώ
τονικό παρώνυμο: παράνομο

παρανομώ, αόρ.: παρανόμησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]