παρασημοφόρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρασημοφόρηση οι παρασημοφορήσεις
      γενική της παρασημοφόρησης* των παρασημοφορήσεων
    αιτιατική την παρασημοφόρηση τις παρασημοφορήσεις
     κλητική παρασημοφόρηση παρασημοφορήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρασημοφορήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρασημοφόρηση < παρασημοφορη- (παρασημοφορώ) + -ση < -σις[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾa.si.moˈfo.ɾi.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρασημοφόρηση θηλυκό και παρασημοφορία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]