παρασημοφόρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρασημοφόρηση | οι | παρασημοφορήσεις |
γενική | της | παρασημοφόρησης* | των | παρασημοφορήσεων |
αιτιατική | την | παρασημοφόρηση | τις | παρασημοφορήσεις |
κλητική | παρασημοφόρηση | παρασημοφορήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρασημοφορήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρασημοφόρηση < παρασημοφορη- (παρασημοφορώ) + -ση < -σις[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρασημοφόρηση θηλυκό και παρασημοφορία
- η απονομή παρασήμων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρασημοφόρηση
→ δείτε τη λέξη παρασημοφορία |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παρασημοφόρηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας