παρασκευαστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρασκευαστήριο | τα | παρασκευαστήρια |
γενική | του | παρασκευαστήριου & παρασκευαστηρίου |
των | παρασκευαστήριων & παρασκευαστηρίων |
αιτιατική | το | παρασκευαστήριο | τα | παρασκευαστήρια |
κλητική | παρασκευαστήριο | παρασκευαστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρασκευαστήριο < παρασκευάζω, παρασκευασ- + -τήριο
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρασκευαστήριο ουδέτερο
- μέρος ή εργαστήριο όπου παρασκευάζονται διάφορα πράγματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις παρασκευάζω και σκεύος
- παρασκευαστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρασκευαστήριο