παρασύρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρασύρω < αρχαία ελληνική παρασύρω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈsi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐σύ‐ρω
Ρήμα
[επεξεργασία]παρασύρω και παρασέρνω, πρτ.: παρέσυρα, στ.μέλλ.: θα παρασύρω, αόρ.: παρέσυρα, παθ.φωνή: παρασύρομαι, μτχ.π.π.: παρασυρμένος
- με τη δική μου κίνηση αναγκάζω κάτι άλλο να κινηθεί μαζί μου (για ρεύμα νερού, αέρα, κινούμενη μάζα ανθρώπων κλπ)
- το δυνατό ρεύμα μάς παρέσυρε στα βαθιά
- ασυνείδητος οδηγός παρέσυρε (με το αυτοκίνητό του) και τραυμάτισε ελαφρά έναν περαστικό
- επηρεάζω κάποιον να κάνει κάτι, συνήθως προς αρνητική κατεύθυνση
- οι κακές παρέες τον παρασύρουν σε παραβατικές συμπεριφορές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- παρασυρμένος
- παρασυρμός
- παράσυρση
- παρασυρτικός
- παρασυρτός
- συμπαρασύρω
- → δείτε τις λέξεις παρά και σύρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]παρασύρω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρασέρνω
- θα παρασύρω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρασέρνω