παρεμβάλλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρεμβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος παρεμβάλλω

παρεμβάλλομαι

μην παρεμβάλλεστε παρακαλώ, ας ολοκληρώσει πρώτα ο ομιλητής
Παρεμβλήθηκαν παράσιτα και δεν σε άκουσα. Για ξαναπές το!"

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]