πασόκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πασόκος | οι | πασόκοι |
γενική | του | πασόκου | των | πασόκων |
αιτιατική | τον | πασόκο | τους | πασόκους |
κλητική | πασόκο | πασόκοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πασόκος αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πασόκος
|