πατιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πατιέμαι, π.αόρ.: πατήθηκα, μτχ.π.π.: πατημένος
- παθητική φωνή του ρήματος πατάω / πατώ
πατιέμαι, π.αόρ.: πατήθηκα, μτχ.π.π.: πατημένος