πατώ επί πτωμάτων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατώ επί πτωμάτων < (καθαρεύουσα ) πατῶ, ἐπί & γενική πληθυντικού πτωμάτων → δείτε τις λέξεις πατάω, πατώ, επί και πτώμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈto epi‿ptoˈmaton/

Έκφραση

[επεξεργασία]

πατώ επί πτωμάτων

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • πτώμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • πτώμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)