παύω τόν νόμον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]παύω τὸν νόμον
- καταργώ, ακυρώνω έναν νόμο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 571 (570-571)
- Δράσας δ' ἐγὼ | δείνʼ, ὡς σὺ κομπεῖς, τόνδʼ ἔπαυσα τὸν νόμον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ὀρέστης, στίχ. 571 (570-571)
Πηγές
[επεξεργασία]- παύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- παύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012