παῦρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παῦρος < ρίζα παυ- και κατάληξη -ρος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

[επεξεργασία]

παῦρος, -__, -ον (θηλυκό, μαρτυρείται ο ελληνιστικός τύπος παυράς)

  1. λίγος, μικρός παῖς λιγοστός
  2. (για χρόνο) σύντομος
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 326
    παῦρον δέ τ᾽ ἐπὶ χρόνον ὄλβος ὀπηδεῖ.
    και λίγο χρόνο ο πλούτος αυτόν ακολουθεί.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. γρήγορος, ταχύς
  4. (για αριθμούς), λίγοι
    ※  «οἴσεις δ᾽ ἐν φορμῷ, παῦροι δέ σε θηήσονται (θα τα κουβαλάς στο καλάθι και λίγοι θα σε θαυμάζουν, δηλ η σοδειά θα είναι μικρή)» Λουκιανός «Διάλογος προς Ησίοδον»λείπει η μετάφραση
    ※  «παύρου και παύρων» (Παλατινή Ανθολογία, Λουκιανού «Παίδα πενταήτερον»)
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 820 (820-821)
    παῦροι δ᾽ αὖτε μετ᾽ εἰκάδα μηνὸς ἀρίστην | ἠοῦς γεινομένης· ἐπὶ δείελα δ᾽ ἐστὶ χερείων.
    Λίγοι και πάλι ξέρουν πως η εικοστή πρώτη του μήνα είναι άριστη, | σαν έρχεται η αυγή. Το δείλι όμως είναι χειρότερη.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις, 13.98
    Ἰσθμοῖ τά τ᾽ ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει | θήσω φανέρ᾽ ἀθρό᾽,
    Τις νίκες στον Ισθμό και στη Νεμέα με λίγα λόγια | όλα μαζί θα φανερώσω·
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]