περίλυπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περίλυπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίλυπος < περί- + λύπ(η) + -ος
Επίθετο
[επεξεργασία]περίλυπος, -η, -ο
- (επιτατικό επίθετο) ο υπερβολικά λυπημένος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (ευαγγελική ρήση) «περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου»
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα περί- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιτατικά επίθετα (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα περί- (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)