περιγραφικό γνώρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιγραφικό γνώρισμα < → δείτε τις λέξεις περιγραφικός και γνώρισμα
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]περιγραφικό γνώρισμα
- (βάσεις δεδομένων), (για σχεσιακό μοντέλο / σχεσιακή βάση δεδομένων) το γνώρισμα (attribute) / η στήλη (column) σε σχέση / πίνακα που δεν είναι υποψήφιο κλειδί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιγραφικό γνώρισμα