περικάρπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περικάρπιο < αρχαία ελληνική περικάρπιον < περί + καρπός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.riˈkar.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐κάρ‐πι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περικάρπιο ουδέτερο
- (βοτανική) το περίβλημα του καρπού των φυτών, μέσα στο οποίο βρίσκεται το σπέρμα. Διακρίνεται, από μέσα προς τα έξω, σε ενδοκάρπιο, μεσοκάρπιο και εξωκάρπιο ή επικάρπιο
- ※ Υπάρχουν πολλές ποικιλίες φουντουκιάς που καλλιεργούνται στη χώρα μας. (...) Έχει λεπτό περικάρπιο που αποχωρίζεται εύκολα από το σπέρμα του. (*)
- (ανατομία) το τμήμα του χεριού γύρω από τον καρπό
- οτιδήποτε φοριέται ή τυλίγεται γύρω από τον καρπό του χεριού
- ※ Πολλά από τα αρχαία που είχε στην κατοχή του ο αρχαιοκάπηλος είναι της 3ης χιλιετίας π.Χ. Πρόκειται για 18 νεολιθικά ειδώλια, 93 λίθινα εργαλεία, τρία χάλκινα περίαπτα (…), 2 χάλκινα περικάρπια, ένα περιλαίμιο και ένα πήλινο ομοίωμα νεολιθικής οικίας. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- περικαρπιακά
- περικαρπιακός / περικαρπικός
- → δείτε τις λέξεις περί και καρπός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)