περιλαμβάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιλαμβάνω < περί + λαμβάνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.ɾi.laɱˈva.no/

περιλαμβάνω

  1. περικλείω, περιέχω κάτι
    το ρεπερτόριό της περιλαμβάνει παλιές και νέες επιτυχίες
  2. έχω μέλη, αποτελούμαι από κάτι
    η ερευνητική ομάδα περιλαμβάνει ικανούς και έμπειρους επιστήμονες
  3. (ειδικότερα, για κείμενο) έχω ως περιεχόμενο
    το άρθρο του περιλάμβανε όλα τα τελευταία γεγονότα
  4. ενσωματώνω κάποιον ή κάτι σε ένα σύνολο, συνυπολογίζω
    την τελευταία στιγμή θυμηθήκαμε να περιλάβομε και τους Τάδε στη λίστα των καλεσμένων


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]