περιορίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιορίζω < ελληνιστική κοινή περιορίζω (θέτω όρια)[1] < πρωτοελληνική *wórwos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *werw ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική limiter)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.ɾi.oˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐ο‐ρί‐ζω

περιορίζω (παθητική φωνή: περιορίζομαι)

  1. μειώνω, ελαττώνω
  2. θέτω όρια
  3. εμποδίζω
  4. παραμένω
  5. εμποδίζω την επέκταση
  6. εξαναγκάζω κάποιον να παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο, χωρίς δυνατότητα αποχώρησης
  7. φράσσω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]