περιτέμνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιτέμνω < λείπει η ετυμολογία

περιτέμνω

  • κόβω περιφερειακά, κόβω γύρω-γύρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]