περιφραστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιφραστικός < ελληνιστική περιφραστικός < περίφρασις
Επίθετο
[επεξεργασία]περιφραστικός, -ή, -ό
- που αποτελείται από περισσότερες της μιας λέξεις
- βαρέθηκα τις περιφραστικές απαντήσεις, θέλω ένα ναι ή ένα όχι
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιφραστικός