πετροβολάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πετροβολάω < ελληνιστική κοινή πετροβολέω / πετροβολῶ < αρχαία ελληνική πετροβόλος < πέτρα + βάλλω

πετροβολάω (παθητική φωνή: πετροβολιέμαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]