πεφταστέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεφταστέρι | τα | πεφταστέρια |
γενική | του | πεφταστεριού | των | πεφταστεριών |
αιτιατική | το | πεφταστέρι | τα | πεφταστέρια |
κλητική | πεφταστέρι | πεφταστέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεφταστέρι ουδέτερο
- ο μικρός μετεωρίτης που λάμπει καθώς έρχεται με ταχύτητα σε επαφή με την ατμόσφαιρα της γης και πυρακτώνεται, ο διάττων ή διάττοντας αστέρας
- Α! Πεφταστέρι! Κάνε γρήγορα μια ευχή!
- ένα από τα Πεφταστέρια, δηλαδή το φαινόμενο βροχής διαττόντων που παρατηρείται διάφορες εποχές του χρόνου, με πιο γνωστό το καλοκαιρινό, δηλαδή τις Περσείδες
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεφταστέρι