πηλίκον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πηλίκο

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

πηλίκον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πηλίκος
  2. ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του πηλίκος
    → δείτε τη λέξη πηλίκο (νέα ελληνική)