πια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ποια

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πια < συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < πλια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλέα < πληθυντικός αριθμός του πλέον[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποια
ομόηχο: ποια

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πια

  1. ήδη
  2. ενισχύει τη σημασία του ρήματος με την έννοια του οριστικού και τελεσίδικου, πλέον
    • (σε αρνητική εκφορά)
      Δε μένουμε πια εδώ.
    • (με αναφορά στο μέλλον)
      Δεν πρέπει πια να λες χυδαία λόγια.
  3. τελικά
  4. («τώρα πια», συχνά επιφωνηματικά)
    Tώρα πια μεγάλωσαν οι δουλειές μας.
    Τώρα πια είναι κοντά μας.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Αναφορές

[επεξεργασία]