πιζήαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιζήαλα < → δείτε τη λέξη επίζηλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πιζήαλα αρσενικό, πληθυντικός

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]