πικρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πικρίζω < λείπει η ετυμολογία

πικρίζω, πρτ.: πίκριζα, στ.μέλλ.: θα πικρίσω, αόρ.: πίκρισε

  • έχω μια ελαφρώς πικρή γεύση

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Το ρήμα είναι εύχρηστο μόνο στο γ΄ πρόσωπο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]