πισθάγκωνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πισθάγκωνα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀπισθάγκωνα (< ὄπισθεν + ἀγκών), με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος[1]
Επίρρημα
[επεξεργασία]πισθάγκωνα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πισθάγκωνα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πιστάγκωνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας