πιστοποιητικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιστοποιητικό τα πιστοποιητικά
      γενική του πιστοποιητικού των πιστοποιητικών
    αιτιατική το πιστοποιητικό τα πιστοποιητικά
     κλητική πιστοποιητικό πιστοποιητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιστοποιητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πιστοποιητικός < ελληνιστική κοινή πιστοποιητικός < πιστοποιέω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική certificat)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πιστοποιητικό ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πιστοποιητικό