πιστοποιητικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιστοποιητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πιστοποιητικός < ελληνιστική κοινή πιστοποιητικός < πιστοποιέω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική certificat)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιστοποιητικό ουδέτερο
- (επίσημο) έγγραφο που πιστοποιεί κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πιστοποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιστοποιητικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πιστοποιητικό
- αιτιατική ενικού του πιστοποιητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πιστοποιητικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)