πλάσιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλάσιμο τα πλασίματα
      γενική του πλασίματος των πλασιμάτων
    αιτιατική το πλάσιμο τα πλασίματα
     κλητική πλάσιμο πλασίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλάσιμο < θέμα πλασ- του ρήματος πλάθω + -ιμο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλάσιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του πλάθω
  2. (μεταφορικά) επινόηση, δημιουργία
  3. (μεταφορικά) (για χαρακτήρα, ήθος, προσωπικότητα, κ.α.) διαμόρφωση
     συνώνυμα: διαμόρφωση, διάπλαση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]