πλάσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλάσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του πλάθω
- (μεταφορικά) επινόηση, δημιουργία
- (μεταφορικά) (για χαρακτήρα, ήθος, προσωπικότητα, κ.α.) διαμόρφωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πλάθω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλάσιμο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πλάσιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλάσιμο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)