πλέγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλέγμα τα πλέγματα
      γενική του πλέγματος των πλεγμάτων
    αιτιατική το πλέγμα τα πλέγματα
     κλητική πλέγμα πλέγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλέγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλέγμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλέγμα ουδέτερο

  1. οποιοδήποτε δίκτυο (πάσης φύσης) οποιουδήποτε αριθμού διαστάσεων (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
  2. (μεταφορικά) σύνολο σχέσεων που διαπλέκονται και αλληλοεξαρτώνται
  3. (ανατομία) δίκτυο αγγείων ή νεύρων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλέγμα < πλέκω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλέγμα ουδέτερο

  • πλέγμα, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλέκω