πλαισιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλαισιώνω < αρχαία ελληνικήπλαίσιον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ple.siˈo.no/

πλαισιώνω

  1. τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι άλλο
     συνώνυμα: περιβάλλω
  2. βρίσκομαι γύρω από κάποιον ή κάτι
  3. (για ανθρώπους) εργάζομαι ή δρω σαν συνεργάτης ή βοηθός κάποιου άλλου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]