πληγώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πληγώνω < λείπει η ετυμολογία

πληγώνω (παθητικό: πληγώνομαι)

  1. τραυματίζω, πλήττω, λαβώνω, πληγιάζω, χτυπάω τόσο ώστε να τρέξει αίμα κυριολεκτικά ή μεταφορικά, προκαλώ τραύμα, πληγή, πλήγμα στο σώμα ή στην ψυχή ανθρώπου ή ζώου
    • Δυστυχισμένε θεριστή, τέπαθες τώρα τώρα; Ούτε το δρόμο ακολουθείς, όπως και πριν, τον ίσο, ούτε θερίζεις πλάγι μας, μα μένεις πάντα πίσω, σαν πρόβατο που πλήγωσε το πόδι του έν' αγκάθι και μένει πίσω απ' τάλλα αρνιά και πίσω απ' το κοπάδι. (Θεόκριτος, Ειδύλλια, απόδοση Πολεμης "᾿Εργατίνα βουκαῖε, τί νῦν ᾦζυρὲ πεπόνθεις; οὔθ᾽ ἑὸν ὄγμον ἄγειν ὀρθὸν δύνᾳ, ὡς τὸ πρὶν ἆγες,οὔθ᾽ ἅμα λᾳοτομεῖς τῷ πλατίον, ἀλλ᾽ ἀπολείπῃ ὥσπερ ὄις ποίμνας, ἇς τὸν πόδα κάκτος ἔτυψε.)
    • όπου κι αν ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει (Σεφέρης)
  2. τραυματίζω, μειώνω, θίγω αίσθημα-συναίσθημα, γενικά για αφηρημένα ουσιαστικά
    • Τους ακολούθησε με το μάτι κάμποση ώρα και σαν τους είδε να τραβούν για τους τόπους των εχτρών του, τον κυρίεψε αγανάχτηση. Ο καλπασμός των αλόγων ήρθε σαν χασκογέλασμα και πλήγωσε την περηφάνεια του (Ανδρέας Καρκαβίτσας, "Ο Αρχαιολόγος")

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]