πληθυσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πληθυσμός οι πληθυσμοί
      γενική του πληθυσμού των πληθυσμών
    αιτιατική τον πληθυσμό τους πληθυσμούς
     κλητική πληθυσμέ πληθυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πληθυσμός < μεσαιωνική ελληνική πληθυσμός < πληθύνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pli.θiˈzmos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πληθυσμός αρσενικό

  1. (γεωγραφία) το σύνολο των κατοίκων κάποιου τόπου
    ο πληθυσμός της Ζυρίχης παρέμεινε σταθερός τα τελευταία χρόνια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

πληθυσμός < πληθύνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πληθυσμός αρσενικό

  1. αύξηση, πολλαπλασιασμός