πληρώνω τα σπασμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]πληρώνω τα σπασμένα
- υφίσταμαι τις συνέπειες ενός πράγματος χωρίς να είμαι εγώ ο κύριος ή ο αποκλειστικός υπεύθυνος ή και χωρίς να έχω καμία συμμετοχή στην υπόθεση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληρώνω τα σπασμένα
|