πλυντικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πλυντικά | ||
γενική | των | πλυντικών | ||
αιτιατική | τα | πλυντικά | ||
κλητική | πλυντικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλυντικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πλυντικός < αρχαία ελληνική πλυντικός < πλύνω
Επίθετο
[επεξεργασία]πλυντικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα έξοδα που κάνει κάποιος, για να του πλύνουν κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πλένω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλυντικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πλυντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλυντικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)