πνευματωδώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πνευματωδώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πνευματωδῶς < πνευματώδ(ης) + -ῶς > -ώς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pnev.ma.toˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πνευ‐μα‐τω‐δώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πνευματωδώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]