πνευμοθώρακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πνευμοθώρακας οι πνευμοθώρακες
      γενική του πνευμοθώρακα των πνευμοθωράκων
    αιτιατική τον πνευμοθώρακα τους πνευμοθώρακες
     κλητική πνευμοθώρακα πνευμοθώρακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πνευμοθώρακας (μαρτυρείται από το 1879) < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική pneumothorax < pneumo- (αρχαία ελληνική πνεῦμα) πνεύμα (πνοή, φύσημα) με πνευμο- αντί του πνευματο- + (αρχαία ελληνική θώραξ) θώρακας [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πνευμοθώρακας και πνευμονοθώρακας αρσενικό [2]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. πνευμοθώρακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας